- Στησιχόρου
- Στησίχοροςestablishingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στησιχόρου — στησίχορος establishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chamaeleon (philosopher) — Chamaeleon (or Chameleon, Greek: Χαμαιλέων; c. 350 c. 275 BC), was a Peripatetic philosopher of Heraclea Pontica. He was one of the immediate disciples of Aristotle. He wrote works on several of the ancient Greek poets, namely: περὶ Ἀνακρέοντος… … Wikipedia
ορέστειος — α, ο (Α ὀρέστειος, α, ον) [Ορέστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστεια α) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθος β) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου,… … Dictionary of Greek
παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική … Dictionary of Greek
στησίχορος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή … Dictionary of Greek
συοθήρας — ὁ, Α 1. κυνηγός αγριόχοιρων 2. ως κύριο όν. Συοθήρας τίτλος ποιήματος τού Στησιχόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + θήρᾱς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας] … Dictionary of Greek
Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… … Dictionary of Greek
Ίβυκος — (6ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στο Ρήγιο από αρχοντική οικογένεια. Η ακμή του προσδιορίζεται στα μέσα του 6ου αι. π.X. Πέρασε το πρώτο τμήμα της ζωής του στην πατρίδα του. Επηρεάστηκε τόσο πολύ από τη χορικολυρική τέχνη του Στησίχορου … Dictionary of Greek
Κτιμένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η νεότερη από τις αδελφές του Οδυσσέα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Αντίκλειας, ανατράφηκε από αυτήν και τον Εύμαιο και παντρεύτηκε στο νησί Σάμη. Ορισμένες πηγές, όπως τα Σχόλια του Ευστάθιου… … Dictionary of Greek
Ξενιάδης — Φιλόσοφος από την Κόρινθο, που φαίνεται πως υπήρξε σύγχρονος ή προγενέστερος του Στησίχορου (6ος αι. π.Χ.). Είχε τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του σκεπτικισμού και ισχυριζόταν πως κάθε γνώση που προερχεται από τις αισθήσεις είναι απατηλή, και ότι… … Dictionary of Greek